προέκκρισις

προέκκρισις
-ίσεως, ἡ, Α [προεκκρίνω]
1. προηγούμενη έκκριση («συνουσίαι... καὶ ἐκκρίσεις καὶ προεκκρίσεις», Αρτεμίδ. Δαλδ.)
2. εξαγωγή περιττωμάτων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”